- παιδεραστεύω
- παιδεραστ-εύω, = sq., Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).169.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδεραστεύω — (Α) παιδεραστώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδερεστῶ κατά τα ρ. σε εύω] … Dictionary of Greek